- μητροπολιτικός
- -ή, -ό (ΑΜ μητροπολιτικός, -ή, -όν) [μητρόπολη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόποληνεοελλ.φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» — μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις-δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική και κοινωνική επιρροή, αλλ. μητρόποληβ) «μητροπολιτικός σιδηρόδρομος» — αστικός ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, εγκατεστημένος σε περίκλειστο διάδρομο αποκλειστικής χρήσης, γενικά σε διαφορετικό επίπεδο από το έδαφος, υπόγειος ή υπερυψωμένος, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά για τη μεταφορά επιβατών και έχει μεγάλη πυκνότητα δρομολογίων, αλλ. μετρόγ) «μητροπολιτικό συμβούλιο»(εκκλ. δίκ.) ονομασία τού συμβουλίου τής αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, το οποίο ασκεί εποπτεία στη διοίκηση και στη διαχείριση τής περιουσίας και τών οικονομικών τών ενοριών τής αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεωννεοελλ.-μσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησιαστική μητρόπολη ή στον μητροπολίτη.
Dictionary of Greek. 2013.